Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ (εὔδιος

См. также в других словарях:

  • εὔδιος — calm masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδιος — ο (ΑΜ εὔδιος, ον) [ευδία] (για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.) μσν. αρχ. (για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.) αρχ. 1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • εὐδιώτερον — εὔδιος calm masc acc comp sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc comp sg εὔδιος calm adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίως — εὔδιος calm adverbial εὔδιος calm masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδιον — εὔδιος calm masc/fem acc sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδις — εύδιος, ὁ, ἡ, Α [ψεῡδος] (ποιητ. τ.) ψευδής …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίοις — εὔδιος calm masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίου — εὔδιος calm masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίους — εὔδιος calm masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδίων — εὔδιος calm masc/fem/neut gen pl εὐδιάω to be fair imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εὐδιάω to be fair imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»